- λυκαινόμορφος
- λῠκαινόμορφος, ον,A she-wolf-shaped, Lyc.481.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυκαινόμορφος — ον (Α) αυτός που έχει μορφή ή σχήμα λύκαινας, αυτός που μοιάζει με λύκαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκαινα + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
λυκαινομόρφους — λυκαινόμορφος she wolf shaped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκαινομόρφων — λυκαινόμορφος she wolf shaped masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek